τἀνδρείου — ἀνδρείου , ἀνδρεῖος of masc/neut gen sg ἀ̱νδρείου , ἀνδρειόω fill with courage imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνδρείου , ἀνδρειόω fill with courage pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
ανδρεία — Συσσίτια αντρών στην αρχαία Κρήτη. Γίνονταν με σκοπό την κοινή δίαιτα για πλούσιους και φτωχούς. Κατά τη διάρκεια των α. συνήθιζαν να εξυμνούν τα χρηστά ήθη. Απαγορευόταν αυστηρά να μεθούν και όλοι έπιναν από κοινό κρατήρα. Κάθε πόλη είχε… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek
στήμονας — Όργανο που στο άνθος των Αγγειοσπέρμων παίρνει μέρος στο σχηματισμό του «ανδρείου» ή «ανδρωνίτη», δηλαδή του άρρενος γεννητικού συστήματος. Κάθε σ. αποτελείται από δύο μέρη που διακρίνονται καθαρά: το νήμα και τον ανθήρα, ο οποίος φέρεται στην… … Dictionary of Greek